- νίλα
- η1. μεγάλη συμφορά, ζημία, φθορά, καταστροφή («πάθαμε νίλα με την ανομβρία φέτος»)2. (ειδ. στον στρατό) νίλα ή νίλεςοι διάφοροι μικροβασανισμοί και οι αγγαρείες που επιβάλλουν οι παλαιότεροι στρατιώτες στους νεοσύλλεκτους με σκοπό την παρενόχλησή τους και τον εθισμό τους στη στρατιωτική πειθαρχία.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Dictionary of Greek. 2013.